-
1 луг
-
2 луг
лугм τό λειβάδι[ον], ὁ λειμών. -
3 пестреть
пестр||етьнесов εἶμαι ποικιλόχρωμος, εἶμαι παρδαλός:луг \пестретьел цветами τό λειβάδι ήταν παρδαλό ἀπ' τά λουλούδια. -
4 покос
покосм1. (действие) τό θέρισμα χόρτου, τό κόσσισμα·2. (место) τό λειβάδι, ὁ λειμών. -
5 прерия
прерияж геогр. τό λειβάδι, ὁ λειμών. -
6 выгон
-а α.1. το βγάλσιμο στη βοσκή• σκάρισμα, σκάρος.2. βοσκότοπος, -όπι, λειβάδι. -
7 выпас
-а α. (διαλκ.)1. βόσκιση, -μα.2. βοσκοτόπι, λειβάδι. -
8 залить
-лью, -льешь, παρλθ. χρ. залил, -а, -о, προστκ. залей, μτχ. παρλθ. χρ. заливший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. залитый, βρ: залит, -а, -оρ.σ.μ.1. πλημμυρίζω, κατακλύζω•река -ла низменные места το ποτάμι πλημμύρισε τα χαμηλότερα μέρη.
|| μτφ. γεμίζω•толпа -ла, пло-шадь το πλήθος πλημμύρισε την πλατεία.и διαχέομαι, ξαπλώνομαι, καλύπτω•
бледность -ла! его лицо το πρόσωπο του χλώμιασε.
|| μτφ. δυ-αχέω, διασκορπίζω, πληρώ, γεμίζω•залить светом комнату χύνω άπλετο φως στο δωμάτιο.
2. χύνω, λερώνω•залить скатерть вином χύνω κρασί στο χραπεζομάντηλο.
3. σβήνω με νερό•залить пожар σβήνω την πυρκαγιά με νερό.
4. ρίχνω•залить двор асфальтом σκεπάζω την.αυλή με άσφαλτο•
фундамент бетоном χύνω μπετόν στο θέμελο•
-смолой дно лодки αλείφω με πίσσα τον πυθμένα της βάρκας.
|| (απλ.) κλείνω, βουλώνω οπή με επίχυση.5. γεμίζω, πληρώ με•залить бак горючим γεμίζω το βαρέλι με καύσιμη ύλη.
εκφρ.залить горе ή тоску – κ.τ.τ. πίνω για να πάνε τα φαρμάκια παρακάτω.1. πλημμυρίζω, κατακλύζομαι•луга -лась водой το λειβάδι το σκέπασε η πλημμύρα.
2. λερώνομαι.• залить соусом λερώνομαι με σάλτσα.3. εισχωρώ, χύνυαι μέσα. -
9 залужить
-жу, -жишьρ.σ.μ. μετατρέπω σε λειβάδι, λειβαδοποιώ. -
10 запустить
-ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запущенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.1. εκτοξεύω, εξαπολύω• εκσφενδονίζω• εξακοντίζω•запустить искусственного спутника εκτοξεύω τεχνητό δορυφόρο•
запустить камень εκσφενδονίζω πέτρα.
2. (για μηχανή) βάζω σε κύνηση, βάζω εμπρός.3. βυθίζω• μπήγω• χώνω μέσα.4. αφήνω• απολύω•запустить лошадей в луг απολύω τα άλογα στο λειβάδι.
εκφρ.запустить глаза, – ρίχνω τα μάτια, κοιτάζω•запустить руку ή лапу – απλώνω το χέρι, τους πλοκάμους (αρπάζω)•запустить словечко – α) πετώ μια λεξούλα, (κάνω υπαινιγμό)• β) λέγω έναν καλό λόγο (συνηγορώ)•запустить удочку – προσπαθώ να πληροφορηθώ (ψαρεύω).ρ.σ.μ.1. εγκαταλείπω, παραμελώ, παρατώ, αφήνω.2. δε δίνω την απαιτούμενη προσοχή ή σημασία•запустить болезнь αφήνω την αρρώστεια να χειροτερέψει•
запустить рану αφήνω την πληγή να μεγαλώσει.
3. σταματώ το άρμεγμα της αγελάδας πριν τη γέννα.4. αφήνω χέρσα τη γη. -
11 наволок
-а α. (δι,α λκ.)1. λειβάδι πλημμυριζόμενο• χαμηλή όχθη ποταμού.2. συννεφιά• ομίχλη. -
12 пажить
-и θ. παλ. λειβάδι• χωράφι. -
13 пастбище
-а ουδ.λειβάδι, βοσκότοπος, -ό-πι• λειμώνας•зимнее пастбище το χειμαδιό.
-
14 перетоптать
-топчу, -топчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетоптанный, βρ: -тан, -а, -оρ.σ.μ.ποδοπατώ, τσαλαπατώ (όλα, πολλά)•коровы -ли весь луг οι αγελάδες ποδοπάτησαν όλο το λειβάδι.
-
15 сенокос
-а α.1. χορτοκοπία. || εποχή χορ-τοκοπίας.2. λειβάδι, λειμώνας.
См. также в других словарях:
λειβάδι — το βλ. λιβάδι … Dictionary of Greek
Sprachbund balkanique — Union linguistique balkanique Carte des Balkans L union linguistique balkanique ou aire linguistique balkanique est un ensemble de langues en usage dans les Balkans partageant de nombreuses similarités phonétiques, morphologiques, syntaxiques et… … Wikipédia en Français
Union linguistique balkanique — Carte des Balkans L union linguistique balkanique ou aire linguistique balkanique est un ensemble de langues d origines différentes, en usage dans les Balkans, partageant de nombreuses similarités phonétiques, morphologiques, syntaxiques et… … Wikipédia en Français
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek