Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το λειβάδι

  • 1 луг

    луг м το λειβάδι· το βοσκοτόπι (пастбище)
    * * *
    м
    το λειβάδι; το βοσκοτόπι ( пастбище)

    Русско-греческий словарь > луг

  • 2 луг

    луг
    м τό λειβάδι[ον], ὁ λειμών.

    Русско-новогреческий словарь > луг

  • 3 пестреть

    пестр||еть
    несов εἶμαι ποικιλόχρωμος, εἶμαι παρδαλός:
    луг \пестретьел цветами τό λειβάδι ήταν παρδαλό ἀπ' τά λουλούδια.

    Русско-новогреческий словарь > пестреть

  • 4 покос

    покос
    м
    1. (действие) τό θέρισμα χόρτου, τό κόσσισμα·
    2. (место) τό λειβάδι, ὁ λειμών.

    Русско-новогреческий словарь > покос

  • 5 прерия

    прерия
    ж геогр. τό λειβάδι, ὁ λειμών.

    Русско-новогреческий словарь > прерия

  • 6 выгон

    α.
    1. το βγάλσιμο στη βοσκή• σκάρισμα, σκάρος.
    2. βοσκότοπος, -όπι, λειβάδι.

    Большой русско-греческий словарь > выгон

  • 7 выпас

    α. (διαλκ.)
    1. βόσκιση, -μα.
    2. βοσκοτόπι, λειβάδι.

    Большой русско-греческий словарь > выпас

  • 8 залить

    -лью, -льешь, παρλθ. χρ. залил, -а, -о, προστκ. залей, μτχ. παρλθ. χρ. заливший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. залитый, βρ: залит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πλημμυρίζω, κατακλύζω•

    река -ла низменные места το ποτάμι πλημμύρισε τα χαμηλότερα μέρη.

    || μτφ. γεμίζω•

    толпа -ла, пло-шадь το πλήθος πλημμύρισε την πλατεία.и διαχέομαι, ξαπλώνομαι, καλύπτω•

    бледность -ла! его лицо το πρόσωπο του χλώμιασε.

    || μτφ. δυ-αχέω, διασκορπίζω, πληρώ, γεμίζω•

    залить светом комнату χύνω άπλετο φως στο δωμάτιο.

    2. χύνω, λερώνω•

    залить скатерть вином χύνω κρασί στο χραπεζομάντηλο.

    3. σβήνω με νερό•

    залить пожар σβήνω την πυρκαγιά με νερό.

    4. ρίχνω•

    залить двор асфальтом σκεπάζω την.αυλή με άσφαλτο•

    фундамент бетоном χύνω μπετόν στο θέμελο•

    -смолой дно лодки αλείφω με πίσσα τον πυθμένα της βάρκας.

    || (απλ.) κλείνω, βουλώνω οπή με επίχυση.
    5. γεμίζω, πληρώ με•

    залить бак горючим γεμίζω το βαρέλι με καύσιμη ύλη.

    εκφρ.
    залить горе ή тоскуκ.τ.τ. πίνω για να πάνε τα φαρμάκια παρακάτω.
    1. πλημμυρίζω, κατακλύζομαι•

    луга -лась водой το λειβάδι το σκέπασε η πλημμύρα.

    2. λερώνομαι.• залить соусом λερώνομαι με σάλτσα.
    3. εισχωρώ, χύνυαι μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > залить

  • 9 залужить

    -жу, -жишь
    ρ.σ.μ. μετατρέπω σε λειβάδι, λειβαδοποιώ.

    Большой русско-греческий словарь > залужить

  • 10 запустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. εκτοξεύω, εξαπολύω• εκσφενδονίζω• εξακοντίζω•

    запустить искусственного спутника εκτοξεύω τεχνητό δορυφόρο•

    запустить камень εκσφενδονίζω πέτρα.

    2. (για μηχανή) βάζω σε κύνηση, βάζω εμπρός.
    3. βυθίζω• μπήγω• χώνω μέσα.
    4. αφήνω• απολύω•

    запустить лошадей в луг απολύω τα άλογα στο λειβάδι.

    εκφρ.
    запустить глаза, – ρίχνω τα μάτια, κοιτάζω•
    запустить руку ή лапу – απλώνω το χέρι, τους πλοκάμους (αρπάζω)•
    запустить словечко – α) πετώ μια λεξούλα, (κάνω υπαινιγμό)• β) λέγω έναν καλό λόγο (συνηγορώ)•
    запустить удочку – προσπαθώ να πληροφορηθώ (ψαρεύω).
    ρ.σ.μ.
    1. εγκαταλείπω, παραμελώ, παρατώ, αφήνω.
    2. δε δίνω την απαιτούμενη προσοχή ή σημασία•

    запустить болезнь αφήνω την αρρώστεια να χειροτερέψει•

    запустить рану αφήνω την πληγή να μεγαλώσει.

    3. σταματώ το άρμεγμα της αγελάδας πριν τη γέννα.
    4. αφήνω χέρσα τη γη.

    Большой русско-греческий словарь > запустить

  • 11 наволок

    α. (δι,α λκ.)
    1. λειβάδι πλημμυριζόμενο• χαμηλή όχθη ποταμού.
    2. συννεφιά• ομίχλη.

    Большой русско-греческий словарь > наволок

  • 12 пажить

    θ. παλ. λειβάδι• χωράφι.

    Большой русско-греческий словарь > пажить

  • 13 пастбище

    ουδ.
    λειβάδι, βοσκότοπος, -ό-πι• λειμώνας•

    зимнее пастбище το χειμαδιό.

    Большой русско-греческий словарь > пастбище

  • 14 перетоптать

    -топчу, -топчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетоптанный, βρ: -тан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ποδοπατώ, τσαλαπατώ (όλα, πολλά)•

    коровы -ли весь луг οι αγελάδες ποδοπάτησαν όλο το λειβάδι.

    Большой русско-греческий словарь > перетоптать

  • 15 сенокос

    α.
    1. χορτοκοπία. || εποχή χορ-τοκοπίας.
    2. λειβάδι, λειμώνας.

    Большой русско-греческий словарь > сенокос

См. также в других словарях:

  • λειβάδι — το βλ. λιβάδι …   Dictionary of Greek

  • Sprachbund balkanique — Union linguistique balkanique Carte des Balkans L union linguistique balkanique ou aire linguistique balkanique est un ensemble de langues en usage dans les Balkans partageant de nombreuses similarités phonétiques, morphologiques, syntaxiques et… …   Wikipédia en Français

  • Union linguistique balkanique — Carte des Balkans L union linguistique balkanique ou aire linguistique balkanique est un ensemble de langues d origines différentes, en usage dans les Balkans, partageant de nombreuses similarités phonétiques, morphologiques, syntaxiques et… …   Wikipédia en Français

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»